συνάλλαξις

συνάλλαξις
συνάλλ-αξις, εως, ,
A exchange, Pl.Lg.850a (pl.).
2 contract, PFay.11.22 (pl.), PTeb.6.32, 61 (b). 22 (all ii B.C.).
3 right of disposal by contract, BGU1120.52 (i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνάλλαξις — άξεως, ἡ, Α [συναλλάσσω] συναλλαγή …   Dictionary of Greek

  • συναλλάξεις — συνάλλαξις exchange fem nom/voc pl (attic epic) συνάλλαξις exchange fem nom/acc pl (attic) συναλλάσσω bring into intercourse with aor subj act 2nd sg (epic) συναλλάσσω bring into intercourse with fut ind act 2nd sg συναλλάσσω bring into… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιωνίδες ή Ιωνιάδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία ελληνική μυθολογία οι νύμφες Ίασις, Καλλιφάεια, Πηγαία και Συναλλαξίς, τις οποίες λάτρευαν ως θεραπευτικές θεότητες. Το όνομά τους οφειλόταν στον Ίωνα, γιο του Γαργηττού, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση ξεκίνησε από… …   Dictionary of Greek

  • συναλλάξεων — συναλλάξεω̆ν , συνάλλαξις exchange fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”